- ἐπιβάλλουσα
- ἐπιβάλλωthrowpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιβαλλούσας — ἐπιβαλλούσᾱς , ἐπιβάλλω throw pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ἐπιβαλλούσᾱς , ἐπιβάλλω throw pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… … Dictionary of Greek